Πότε και πώς πρέπει να αντικαθίστανται;
Ο έλεγχος της κατάστασης των συρματόσχοινων είναι ένα από τα σοβαρότερα καθήκοντα κατά τη διαδικασία συντήρησης των ανελκυστήρων. Λόγω της εύλογης σημασίας τους για την ασφάλεια των επιβατών του ανελκυστήρα, η επιλογή των κατάλληλων συρματόσχοινων κατά το στάδιο της σχεδίασης και της μελέτης ενός ανελκυστήρα γίνεται με βάση συγκεκριμένο συντελεστή ασφαλείας.
Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποβαθμίζει τον αναγκαίο και τακτικό τους έλεγχο. Τα συρματόσχοινα θα πρέπει να απορρίπτονται έγκαιρα και πάντα προτού επέλθει μείωση του επιπέδου ασφαλείας των επιβατών του ανελκυστήρα. Οι διαχειριστές ή ιδιοκτήτες των κτηρίων θα πρέπει να είναι σύμφωνοι όταν ο υπεύθυνος συντηρητής του ανελκυστήρα τους ενημερώσει ότι τα συρματόσχοινα χρειάζονται αντικατάσταση, καθώς είναι θέμα ασφάλειας των επιβατών του.
Η απόφαση για το πότε πρέπει να αντικαθίστανται τα συρματόσχοινα βασίζεται σε μια σειρά κριτηρίων, για τη συστηματοποίηση των οποίων έχουν εργαστεί εδώ και πολλά έτη εθνικοί και διεθνείς οργανισμοί τυποποίησης, και έχουν καταλήξει σε κάποια βασικά πρότυπα.
Ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης (ISO) έχει εκδώσει:
1) Το πρότυπο ISO4344 (του 2004) που αναφέρεται στις ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά τα συρματόσχοινα για ανελκυστήρες.
2) Το πρότυπο ISO4309 (του 1990) που είναι γενικότερο και αναφέρεται σε συρματόσχοινα για όλα τα ανυψωτικά μηχανήματα.
Στο ISO4344 αναφέρεται στο 3ο μέρος του και το ευρωπαϊκό πρότυπο EN 12385.
Τα διεθνή αυτά πρότυπα μπορούν να αποτελέσουν ένα γενικό οδηγό –σε περίπτωση απουσίας εθνικών κανονισμών ή οδηγιών από τον κατασκευαστή– για το πότε απορρίπτονται τα συρματόσχοινα.
Τα βασικότερα, λοιπόν, κριτήρια για την απόρριψη των συρματόσχοινων είναι:
1) Το «σπάσιμο» των συρματιδίων από τα οποία αποτελούνται.
2) Η εξωτερική φθορά λόγω τριβής, που οδηγεί στη μείωση της ονομαστικής διαμέτρου.
3) Η οξείδωση και η φθορά λόγω εσωτερικής τριβής των συρματόσχοινων.
4) Διάφορες παραμορφώσεις των συρματόσχοινων, καθώς και μηχανικές βλάβες.
Ο υπεύθυνος συντηρητής λαμβάνει υπόψη του συσωρευτικά όλους τους παραπάνω παράγοντες προκειμένου να αξιολογήσει το αν τα συρματόσχοινα μπορούν να παραμείνουν σε λειτουργία ή πρέπει να απορριφθούν.
Για τον παράγοντα του χρόνου ζωής των συρματόσχοινων δεν μπορούν να δοθούν σαφείς προσδιοριστικές οδηγίες, αλλά η σύσταση του προτύπου είναι να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή όταν τα συρματόσχοινα είναι σε λειτουργία πάνω από 10 χρόνια.
Ο υπεύθυνος συντηρητής, σε περίπτωση που βασισμένος στα κριτήρια απόρριψης εκτιμήσει ότι ένα συρματόσχοινο πρέπει να αντικατασταθεί, απαγορεύεται αυστηρά να αντικαταστήσει μόνο αυτό. Κάθε φορά που θέλει αλλαγή έστω και ένα συρματόσχοινο, επιβάλλεται να αντικαθίστανται όλα τα συρματόσχοινα και μάλιστα θα πρέπει τα νέα να είναι της ίδιας «παρτίδας» (από το ίδιο στροφείο).
Μοναδική εξαίρεση αυτού του κανόνα είναι η περίπτωση που ένα συρματόσχοινο καταστράφηκε πριν τη θέση της εγκατάστασης σε λειτουργία, οπότε μπορεί να αντικατασταθεί μόνο αυτό, αλλά και πάλι με προϋποθέσεις: Θα πρέπει να έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τα υπόλοιπα συρματόσχοινα, να ισοτανυστεί με τα υπόλοιπα, να παρακολουθείται για περίοδο τουλάχιστον δύο μηνών ανά δεκαπενθήμερο, να έχει τους ίδιους κώνους ανάρτησης και η πραγματική του διάμετρος του υπό φορτίο να μη διαφέρει από τα υπόλοιπα.
Επίσης, προσοχή πρέπει να δοθεί στο ότι όλα αυτά τα κριτήρια αναφέρονται σε συρματόσχοινα που διέρχονται από τροχαλίες που είναι κατασκευασμένες από χυτοσίδηρο ή ατσάλι. Αν τα συρματόσχοινα διέρχονται από τροχαλίες κατασκευασμένες από μοντέρνα υλικά (π.χ. πλαστικό), ο υπεύθυνος συντηρητής θα πρέπει να γνωρίζει ότι σε αυτή την περίπτωση η εσωτερική και μη ορατή φθορά των συρματόσχοινων είναι μεγαλύτερη από αυτή που μπορεί να γίνει αντιληπτή με απλή οπτική παρατήρηση εξωτερικά του συρματόσχοινου αυτού.
Ποια είναι τα κριτήρια απόρριψης των συρματόσχοινων;
Τέσσερα είναι τα κριτήρια για την απόρριψη των συρματόσχοινων:
1) Απόρριψη λόγω σπασμένων συρματιδίων. Ο αριθμός και η κατανομή των εξωτερικά συρματιδίων είναι το βασικότερο κριτήριο για την αξιολόγηση του αν πρέπει να απορριφτεί ένα συρματόσχοινο ή όχι. Αν ο αριθμός των σπασμένων συρματιδίων ξεπερνάει έναν μέγιστο αποδεκτό αριθμό σε ορισμένο μήκος αναφοράς (rope lay), τότε το συρματόσχοινο θα πρέπει να αντικατασταθεί. Σύμφωνα με το ISO4344, ο μέγιστος αριθμός σπασμένων συρματιδίων σε μήκος ίσο με μια πλήρη στροφή του κλώνου γύρω από την περιφέρεια του συρματόσχοινου πρέπει να προσδιορίζεται ξεχωριστά α) για όλους τους κλώνους και β) για τους δύο πιο φθαρμένους κλώνους, και να αξιολογείται ξεχωριστά.
2) Απόρριψη λόγω εξωτερικής φθοράς από τριβή. Η εξωτερική φθορά των συρματόσχοινων οφείλεται στις δυνάμεις τριβής που αναπτύσσονται ανάμεσα στα εξωτερικά συρματίδια των κλώνων και στην επιφάνεια των αυλακιών των τροχαλιών από τα οποία διέρχονται. Η φθορά αυτή εκδηλώνεται αρχικά με ελαφρές επίπεδες διαπλατύνσεις στα εξωτερικά συρματίδια του συρματόσχοινου, που σταδιακά επεκτείνονται μέχρι να γίνουν εφαπτόμενες η μία με την άλλη. Η φθορά λόγω τριβής είναι αναπόφευκτη και ξεκινάει αμέσως μόλις τοποθετηθεί το νέο συρματόσχοινο, αλλά υπό φυσιολογικές συνθήκες η πραγματική απώλεια διατομής του είναι μικρή και συνεπώς δεν επηρεάζεται η αντοχή του. Παράγοντες όμως όπως η ανεπαρκής ή κακή αυτολίπανση, η ξήρανση και διάβρωση του ινώδη πυρήνα, η σκόνη κλπ., μπορούν να οδηγήσουν σε μεγάλες δυνάμεις τριβής, οι οποίες με τη σειρά τους μπορούν να προκαλέσουν σημαντική μείωση της διατομής του συρματόσχοινου. Αν η μείωση της διατομής του συρματόσχοινου φτάσει το 6% της ονομαστικής του διατομής, το συρματόσχοινο πρέπει να αντικατασταθεί άμεσα.
3) Απόρριψη λόγω οξείδωσης ή διάβρωσης από την εξωτερική τριβή των κλώνων μεταξύ τους. Αν παρατηρείται εμφάνιση σκουριάς στα συρματόσχοινα, η διάμετρος του συρματόσχοινου θα πρέπει να ελέγχεται στα σημεία όπου εμφανίζεται αυτή. Η σκουριά είναι σίγουρη ένδειξη παρουσίας υγρασίας στο φρεάτιο του ανελκυστήρα. Η εξωτερική οξείδωση μειώνει την αντοχή των συρματόσχοινων, καθώς μειώνει την επιφάνεια της διατομής τους και επιταχύνει την κόπωση των συρματιδίων, δημιουργώντας σε αυτά επιφανειακές ανωμαλίες. Πέραν του υγρού περιβάλλοντος, άλλες αιτίες εμφάνισης της σκουριάς μπορεί να είναι η ανεπαρκής λίπανση. Η λίπανση κλείνει τα κενά που υπάρχουν αναγκαστικά ανάμεσα στους κλώνους και εμποδίζει τη διείσδυση της υγρασίας στο εσωτερικό του συρματόσχοινου. Από τη στιγμή που για οποιονδήποτε λόγο διεισδύσει η υγρασία στο εσωτερικό του συρματόσχοινου, δεν υπάρχει τρόπος αφαίρεσής της. Αυτή, μέσω του ινώδη πυρήνα, θα μεταφερθεί σε όλο το συρματόσχοινο, και η διαδικασία της οξείδωσης θα ξεκινήσει. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα πριν την εμφάνιση της σκουριάς. Σε περίπτωση επίσης που η μείωση της διαμέτρου είναι μεγαλύτερη του 6% σε σχέση με την ονομαστική, το συρματόσχοινο πρέπει να αντικατασταθεί.
4) Απόρριψη λόγω παραμορφώσεων. Με τον όρο «παραμόρφωση» εννοούμε την εμφάνιση αλλοιώσεων στα φυσιολογικά χαρακτηριστικά του σχήματος των συρματόσχοινων σε κάποια σημεία τους. Αυτές οι αλλοιώσεις μεταβάλλουν τα χαρακτηριστικά των συρματόσχοινων στα συγκεκριμένα σημεία, με συνέπεια την ανομοιόμορφη κατανομή του φορτίου κατά μήκος τους συρματόσχοινου. Ορισμένες ενδεικτικές παραμορφώσεις είναι οι ακόλουθες:
α) Μορφή βίδας. Σ’ αυτή την παραμόρφωση, ο άξονας του αφόρτιστου συρματόσχοινου διαμορφώνεται σε έλικα, με συνέπεια να μοιάζει με φίδι όταν αφεθεί σε επίπεδη επιφάνεια.
β) Εξογκώματα – κόμποι. Οι κόμποι δημιουργούνται από ανομοιομορφία της «ψυχής» του συρματόσχοινου, η οποία και εξέχει προς το εξωτερικό του. Συνήθως οφείλονται σε απορρόφηση υγρασίας από τον ινώδη πυρήνα του συρματόσχοινου.
γ) Συστολές. Οι συστολές είναι μειώσεις της διαμέτρου του συρματόσχοινου που συνήθως παρατηρούνται αμέσως δίπλα στις συνδέσεις του, και οφείλονται σε συγκέντρωση τάσεων. Από τη φύση τους είναι δύσκολο να εντοπισθούν, γι’ αυτό συνίσταται επισταμένη επιθεώρηση στα ύποπτα σημεία.
δ) Όζοι. Οι όζοι είναι το αποτέλεσμα του τεντώματος μιας βιρίνας, χωρίς να δοθεί η δυνατότητα στο συρματόσχοινο να την απορροφήσει περιστρεφόμενο γύρω από τον άξονά του.
Μετά από τα παραπάνω, εύκολα διαπιστώνει κάποιος τη σημασία της σωστής και επιμελούς συντήρησης του ανελκυστήρα, όπως ορίζεται άλλωστε και από την ελληνική νομοθεσία, για την αποφυγή σημαντικών βλαβών στον ανελκυστήρα, ατυχημάτων ή ακόμα και δυστυχημάτων.